παραλαλικός

παραλαλικός
-ή, -ό [παραλαλία]
1. ο σχετικός με την παραλαλία
2. φρ. «παραλαλικό τραύλισμα»
ιατρ. είδος διαταραχής τού λόγου, τραύλισμα με αντικατάσταση ενός φθόγγου από έναν άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”